top of page
Εικόνα συγγραφέαenvinow.gr

Ενέργεια, πετρέλαιο και οι πόλεμοι τιμών (Β΄ Μέρος)

Έγινε ενημέρωση: 22 Μαΐ 2020

Το Α΄ Μέρος του άρθρου βρίσκεται εδώ.


Του Γεώργιου Καρακατσάνη*


Η μεταβλητότητα των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία 47 έτη (από το 1973 έως σήμερα) είναι υψηλότερη από αυτήν όλης της υπόλοιπης καταγεγραμμένης ιστορίας τους (ξεκινώντας από το 1860) -με σημαντικές και πυκνές εναλλαγές ιστορικών υψηλών και χαμηλών. Πολλές διακυμάνσεις οφείλονται σε πολέμους τιμών που διεξάγονται στο επίπεδο της προσφοράς πετρελαίου και μπορεί να αφορούν τόσο στην αύξηση όσο και στην περικοπή της. Στο δεύτερο -και τελευταίο- μέρος του άρθρου θα εξετάσουμε πώς οι πόλεμοι τιμών μπορούν να εκδηλωθούν σε κάθε κρίκο της εφοδιαστικής αλυσίδας του πετρελαίου και των παραπροϊόντων του.

Πετρέλαιο και Αποθεματικό Νόμισμα

Από το 1971 κι έπειτα, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η σημασία του πετρελαίου και των πολέμων των τιμών του, αποκομμένη από μια πολύ βασική εξήγηση της σύνδεσής του με αυτό που λέμε «Αποθεματικό Νόμισμα» (Reserve Currency). Το κύριο χαρακτηριστικό του αποθεματικού νομίσματος είναι ότι αποτελεί το κυρίαρχο εθνικό νόμισμα για την πραγματοποίηση διεθνών συναλλαγών για τον εφοδιασμό κρατών κι επιχειρήσεων με κρίσιμα αγαθά. Από το 1971, όπου καταργήθηκε το σύστημα του χρυσού του Bretton Woods, οι διεθνείς αγορές πετρελαίου πραγματοποιούνται μόνον σε δολάρια ΗΠΑ. Έτσι, κάθε χώρα χρειάζεται να ανταλλάσσει μέρος της ποσότητας του εθνικού της νομίσματος με μια αντίστοιχη -σε συναλλαγματική ισοτιμία- ποσότητα δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να προμηθεύεται απρόσκοπτα πετρέλαιο για τις καθημερινές της ανάγκες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται μονίμως διεθνής ζήτηση για δολάρια ΗΠΑ -άρα και αξία- ενώ κάθε απόπειρα προμήθειας πετρελαίου σε άλλο νόμισμα από το δολάριο ΗΠΑ, αποτελεί αιτία πολέμου.


Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως η στρατηγική της καθιέρωσης κανόνων συναλλαγών με βάση το νόμισμα της κυρίαρχης δύναμης, επαναλαμβάνεται ιστορικά. Από την Αθηναϊκή Συμμαχία, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έως τις αποικιοκρατικές δυνάμεις και την σύγχρονη γεωοικονομία, η υποχρεωτική υιοθέτηση του νομίσματος της επικρατούσας στρατιωτικής δύναμης από τις υπόλοιπες για συναλλαγές σε κρίσιμα αγαθά, αποτελεί θεμέλιο λίθο για την διατήρηση κι επέκταση της κυριαρχίας της. Η απόπειρα ανατροπής αυτού του καθεστώτος ήταν και είναι αίτιο σύγκρουσης. Ακόμη και ο Κανόνας του Χρυσού αντανακλούσε αυτήν την πραγματικότητα για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία, ασχέτως των ειδικότερων χαρακτηριστικών του και της μεγαλύτερης σταθερότητας που προσέφερε στο διεθνές σύστημα πριν αντικατασταθεί από τον (πιο μεταβλητό) «Κανόνα του Πετρελαίου» το 1971.


Πετρέλαιο και Γεωοικονομία

Ο σχεδιασμός της διεθνούς γεωοικονομίας του πετρελαίου ξεκίνησε με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βάσει δύο σχεδίων για το μοίρασμα των εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: (α) το σχέδιο Sykes-Picot (1916), κατόπιν συμφωνίας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας και (β) το σχέδιο King-Crane (1919) που υποβλήθηκε από τις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι οι μεγάλες δυνάμεις εκείνης της εποχής ήταν οι ΗΒ και Γαλλία, εν τέλει επικράτησε η Συμφωνία Sykes-Picot, ορίζοντας τα σύνορα και την κατάσταση στην Μέση Ανατολή. Ωστόσο, από το 1945 κι έπειτα, η Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη αστάθεια, αντανακλώντας και την κατίσχυση των ΗΠΑ από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα. Ορόσημο αποτέλεσε και το έτος 2010 (Αραβική «Άνοιξη»), όπου έκτοτε ο χώρος της Μέσης Ανατολής κατακερματίζεται διαρκώς, όπως προέβλεπε και η πρόταση King-Crane του 1919 για την δημιουργία ενός κεντρικού πετρελαιοπαραγωγικού χώρου στην Μ. Ανατολή που θα απαρτιζόταν από πληθώρα μικρών κι ελεγχόμενων «φυλαρχικού» τύπου κρατών.


Συνδυάζοντας τα παραπάνω, ο γεωοικονομικός έλεγχος του μικρού αλλά ζωτικότατου -από την πλευρά της παραγωγής πετρελαίου- γεωγραφικού χώρου της Μ. Ανατολής από τις ΗΠΑ, αποτελεί αναγκαία συνθήκη, για την διατήρηση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το όποιο αίτημα για την μετάβαση σε μια νέα ενεργειακή τεχνολογία θίγει πρωτίστως κρίσιμα διεθνή νομισματικά συμφέροντα και δευτερευόντως τεχνολογικά ή περιβαλλοντικά ζητήματα.


Όπως έχει αναφερθεί, η εφοδιαστική αλυσίδα του πετρελαίου αποτελείται από τρεις κρίσιμους κρίκους -την παραγωγή, την μεταφορά και την αποθήκευση. Καθώς οι πόλεμοι τιμών πετρελαίου μπορούν να αφορούν σε κάθε έναν από τους παραπάνω κρίκους, παρακάτω θα εξετάσουμε τις πιο ενδεικτικές περιπτώσεις.


Η Κρίση των Στενών του Suez του 1956-57

Η Κρίση των Στενών του Suez αποτέλεσε τον προάγγελο για τις κρίσεις που θα ακολουθούσαν, και ανέδειξε την γεωοικονομική σημασία των ναυτικών διαύλων του πετρελαίου, παρόλο που η νομισματική σύνδεση με αυτό θα καθιερωνόταν μετά από 15 έτη. Η κρίση των στενών ξεκίνησε με την εθνικοποίηση των στενών από την αιγυπτιακή κυβέρνηση του Gamal Abdel Nasser. Αυτή η κίνηση έδωσε την αφορμή στο Ισραήλ να εισβάλει στην χερσόνησο του Σινά, συνεπικουρούμενο στρατιωτικά από το ΗΒ και την Γαλλία, οδηγώντας στο κλείσιμο των δίαυλων μεταφοράς πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο, από τον Οκτώβριο του 1956 έως τον Μάρτιο του 1957. Η αναμέτρηση έληξε με το «παράδοξο» της στρατιωτικής νίκης για την συμμαχία και της πολιτικής νίκης για την Αίγυπτο.


Η Κρίση του Suez ανέδειξε περίτρανα ότι ο συνδυασμός της συγκέντρωσης της διεθνούς πετρελαιοπαραγωγής σε μια μικρή γεωγραφική επικράτεια και μικρού αριθμού εναλλακτικών δρόμων εφοδιασμού, επρόκειτο να εγκαινιάσει μια μακρά περίοδο μεταβλητότητας. Τα Στενά του Suez ελέγχονταν από το ΗΒ με αποικιοκρατική συνθήκη του 1875 -μόλις 6 έτη μετά από το άνοιγμά τους (1869)- όπου το 1882 ακολούθησε και στρατιωτική κατάληψη όλης της χώρας. Ο λόγος της κρισιμότητας του ελέγχου των στενών ήταν η απρόσκοπτη πρόσβαση στις αποικίες του Ινδικού Ωκεανού. Ωστόσο, μετά το 1945, την απώλεια των αποικιών του ΗΒ και την ανάδειξη των ΗΠΑ ως κυρίαρχης δύναμης, ο έλεγχος των Στενών του Suez έγινε διεθνής υπόθεση, περισσότερο σχετική με την ροή του πετρελαίου στην Ευρώπη. Εκείνην την εποχή, η Ευρώπη κατανάλωνε 2 εκ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, εκ των οποίων το 60% (1,2 εκ. βαρέλια) έφθαναν στους λιμένες της από τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου με ελαφρά δεξαμενόπλοια τύπου Suez-Max (285μ, 120-200.000ton).


Το κλείσιμο των στενών, διέκοψε την σύντομη διαδρομή της ροής του πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο, αναβάθμισε την σημασία του εφοδιασμού από τα αιγυπτιακά αποθέματα κι αδρανοποίησε τον συγκεκριμένο τύπο δεξαμενόπλοιου, καθώς ο ευρωπαϊκός εφοδιασμός, μπορούσε πλέον να γίνει μόνον μέσω του περίπλου της Αφρικής. Ενδεικτικά, η απόσταση από τον Περσικό Κόλπο προς έναν λιμένα της Βόρειας Ευρώπης μέσω των Στενών του Suez (και του Γιβράλταρ) είναι ~10.700km, ενώ μέσω του περίπλου της Αφρικής ~20.900km. Η κατά ~2 φορές αύξηση της απόστασης, σήμαινε και την αύξηση της κατανάλωσης ναυτιλιακών καυσίμων ανά μεταφερόμενο βαρέλι -άρα και του κόστους- καθώς τα μικρά δεξαμενόπλοια τύπου Suez-Max αδυνατούσαν να υποστηρίξουν τόσο μεγάλες διαδρομές. Σε αυτήν την κατάσταση, ο ελληνικός εφοπλισμός ανταποκρίθηκε ταχύτατα με ένα εκτενές πρόγραμμα επενδύσεων σε ναυπήγηση «υπερ-δεξαμενόπλοιων» τύπου VLCC (330m, 250.000ton) και ULCC (415m, 500.000ton). Με αυτήν την κίνηση, πέτυχε τεράστιες οικονομίες κλίμακας (δηλ. την μείωση του κόστους καυσίμων ανά μεταφερόμενο βαρέλι) και την απόκτηση ενός σημαντικού μεριδίου της αγοράς υπερπόντιου εφοδιασμού πετρελαίου έως και σήμερα. Εν τέλει, η Κρίση των Στενών του Suez ήταν πρωτίστως μια κρίση στρατηγικής μεταφορικής ικανότητας πετρελαίου.


Ο Πόλεμος Τιμών του 1973-74

Σε αντίθεση με την Κρίση των Στενών του Suez, οι κρίσεις πετρελαίου της δεκαετίας του ’70 αφορούσαν στην παραγωγή. Από το 1971, με την επίσημη εγκατάλειψη του Κανόνα του Χρυσού του Bretton Woods, η διεθνής οικονομία είχε μεταβεί στο νομισματικό σύστημα του πετρελαίου. Οι διεθνείς πληρωμές για τον εφοδιασμό του αργού πετρελαίου γίνονταν σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ η διεθνής παραγωγή του εξαρτάτο κατά ~85% από τον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠεΚ) που συνιστούσε (και συνιστά ακόμη) μια ολιγοπωλιακή οργάνωση (Cartel) παραγωγών κρατών πετρελαίου με στόχο τον μεταξύ τους συντονισμό της παραγωγής και των τιμών για την χρήση τους ως μέσο πολιτικών επιδιώξεων. Περαιτέρω, το ~70% της παραγωγής του ΟΠεΚ εξαρτάτο από χώρες-μέλη της Μέσης Ανατολής. Πρακτικά, επρόκειτο για τον σχηματισμό μιας κατάστασης μονοπωλιακής συγκέντρωσης της διεθνούς παραγωγής πετρελαίου, της οποίας σχεδόν 60% συγκεντρωνόταν στον γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής.


Τον Οκτώβριο του 1973, η Σαουδική Αραβία επέβαλε πλήρη περικοπή εξαγωγών πετρελαίου προς τις ΗΠΑ, με αφορμή την στρατιωτική υποστήριξη που παρείχαν προς το Ισραήλ κατά την διάρκεια του Πολέμου του Yom Kippur με την Αίγυπτο και την Συρία. Η περικοπή των εξαγωγών πετρελαίου διήρκησε μέχρι τον Μάρτιο του 1974 κι επεκτάθηκε σε όλες τις βιομηχανικές χώρες -αν και περισσότερο με την μορφή της αύξησης των τιμών των καυσίμων, παρά της περικοπής εξαγωγών. Η συγκεκριμένη κρίση έφερε τις οικονομικές και στρατιωτικές δομές του δυτικού κόσμου στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εν ελλείψει κάποιου υποκατάστατου καυσίμου, ο ΟΠεΚ ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκε την ανελαστική ζήτηση του πετρελαίου (την πολύ μικρή ανταπόκριση της ζητούμενης ποσότητας στις αυξομειώσεις των τιμών). Αποτέλεσμα ήταν το ημερήσιο κόστος λειτουργίας των βιομηχανικών οικονομιών να αυξηθεί κατακόρυφα και ραγδαία με την δημιουργία δομικού πληθωρισμού και παράλληλη ύπαρξη οικονομικής στασιμότητας που συνολικά ονομάστηκε στασιμοπληθωρισμός. Πλέον, ένα υψηλότατο ποσοστό του εισοδήματος των δυτικών καταναλωτών αφιερωνόταν στην αγορά ειδών βασικής ανάγκης -κυρίως καυσίμων και τροφίμων. Μάλιστα, σε μια συγκυρία ενός πολύ κρύου χειμώνα του 1973, για την θέρμανσή τους ακόμη και οι μεσαίες εισοδηματικές τάξεις κατέφυγαν σε χρήση μορφών ενέργειας που υποτίθεται πως είχαν ξεχαστεί, όπως τα καυσόξυλα. Περαιτέρω, καθώς ο μηχανισμός των τιμών είχε πρακτικά καταρρεύσει, επιβλήθηκαν κεντρικά διοικητικά μέτρα, όπως τα δελτία ανώτατης επιτρεπόμενης προμήθειας καυσίμων στα πρατήρια βενζίνης, ο περιορισμός της αυτοκίνησης, καθώς και η μείωση των ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητοδρόμους. Επί της ουσίας, ο ΟΠεΚ πέτυχε με την εφαρμογή της μονοπωλιακής του δύναμης, μια μαζική μεταφορά πλούτου από τους δυτικούς καταναλωτές σε αποθεματικό νόμισμα.


Αν και κρίση ξεπεράστηκε μερικούς μήνες μετά, οι κλυδωνισμοί της διαρκούν έως και σήμερα. Σε πρώτη φάση οι δυτικές οικονομίες απάντησαν μέσα από την εξόρυξη των νέων και πιο ακριβών κοιτασμάτων της Βόρειας Θάλασσας (τα κοιτάσματα του Brent Crude) που υποκατέστησαν μέρος του πετρελαϊκού εφοδιασμού από την Μ. Ανατολή. Παράλληλα, σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο, προσέφεραν προνομιακούς όρους (π.χ. υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων) προς τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Μέσης Ανατολής. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω κρίση αποτέλεσε το εφαλτήριο της καθιέρωσης της έννοιας της ενεργειακής ασφάλειας με την πρακτική της αποθήκευσης στρατηγικών αποθεμάτων τουλάχιστον 90 ημερών. Παράλληλα, ιδρύθηκε η International Energy Agency (IEA) ως επιστημονικός φορέας παρακολούθησης της ενεργειακής κατάστασης της διεθνούς οικονομίας. Έκτοτε, ξεκίνησε και η εκτεταμένη χρήση των παραγώγων συμβολαίων και -ειδικότερα- των ΣΜΕ για την προληπτική διαχείριση μελλοντικών κινδύνων, εισάγοντας νέα δεδομένα στην εμπορική τιμολόγηση του πετρελαίου. Πλέον, το 1973 θεμελιώθηκε και η συζήτηση για την ανάγκη τεχνολογικής μετάβασης σε νέες πηγές ενέργειας, η οποία διαρκεί έως σήμερα.


Το ιστορικό υψηλό του 2008 και η κρίση των τιμών τροφίμων

Στις 11 Ιουλίου 2008, η τιμή του πετρελαίου έφθασε το ιστορικό υψηλό των 147,27 $ ανά βαρέλι. Η εν λόγω κρίση ήταν ενδεικτική των δομικών κινδύνων της σχεδόν πλήρους εξάρτησης της διεθνούς οικονομίας από το πετρέλαιο (ως καύσιμο) και τα ~6.000 παραπροϊόντα του. Η κρίση του 2008, κατά βάση ήταν αποτέλεσμα της ραγδαίας μεγέθυνσης ανερχόμενων οικονομιών, όπως η Κίνα και η Ινδία που είχαν προχωρήσει σε κρατικές επιδοτήσεις των καυσίμων ως κρίσιμων αναπτυξιακών πόρων, ώστε να καταστούν φθηνότερα στις εσωτερικές τους αγορές. Από την μια πλευρά, η τακτική αυτή έδωσε την ένδειξη μιας αγοράς Contango που θα διατηρείτο μακροπρόθεσμα, με αποτέλεσμα οι τιμές των ΣΜΕ και spot του πετρελαίου στις διάφορες διάρκειες να έχουν αύξουσα τάση. Ωστόσο, αυτή η αύξηση επέδρασε στις τιμές των ΣΜΕ και spot των γεωργικών προϊόντων που εν τέλει μεταφέρθηκαν στους τελικούς καταναλωτές. Αυτό οδήγησε σε μια επισιτιστική κρίση τις Λιγότερο Ανεπτυγμένες Χώρες (ΛΑΧ) που δέσμευαν σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους για την αγορά τροφίμων.


Το κρίσιμο δομικό στοιχείο της σημερινής γεωργίας είναι ότι πριν την Βιομηχανική Επανάσταση, η γεωργία αποτελούσε έναν καθαρό (net) προμηθευτή ενέργειας, ενώ μετά την Βιομηχανική Επανάσταση μετατράπηκε σε καθαρό χρήστη ενέργειας. Συγκεκριμένα, πριν την μεγάλης κλίμακας εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων -που χρησιμοποιούν το πετρέλαιο- η γεωργία απέδιδε 5 joule για κάθε 1 joule που δεχόταν, ενώ μετά απέδιδε μόλις 0,1 joule. Επιπρόσθετα, η σημερινή γεωργία έχει ισχυρή εξάρτηση από τα πετροχημικά λιπάσματα. Για παράδειγμα, το αφαιρούμενο θείο (sulfur) κατά την διύλιση του πετρελαίου (ειδικά των «βαρέων» ποικιλιών με χαμηλό δείκτη API) αποτελεί σημαντικό θρεπτικό και -παράλληλα- εξαιρετική πρώτη ύλη για την επέκταση των καλλιεργειών σε αμμώδη εδάφη με «θειοπενία». Σήμερα, για την εξασφάλιση του τρέχοντος επιπέδου επισιτιστικής επάρκειας του πλανήτη καταναλώνονται ετησίως ~180 δις τόνοι πετροχημικών λιπασμάτων σε συμβατικού τύπου καλλιέργειες, τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα σε δευτερεύοντα χρηματιστήρια των ΗΠΑ στον Κόλπο του Μεξικού, σε στρατηγική εγγύτητα με τον τόπο παραγωγής κι αποθήκευσης της ποικιλίας του WTI. Συνεπώς, ενώ η εκβιομηχάνιση της γεωργίας επέτρεψε την ποσοτική αύξηση της παραγωγής τροφής και της -συνεπαγόμενης- αύξησης του πληθυσμού, ποιοτικά την έδεσε στις κινήσεις των τιμών του πετρελαίου και των παραπροϊόντων του.


Ο Πόλεμος Τιμών του 2020

Πέρα από τις περιπτώσεις υψηλών τιμών -ως πιο εύκολα κατανοητών- οι πόλεμοι του πετρελαίου μπορούν να διεξαχθούν και με την ακριβώς αντίθετη στρατηγική, δηλ. μέσω εξαιρετικά χαμηλών τιμών. Η κρίσιμη έννοια σε αυτήν την περίπτωση είναι εκείνη του μεριδίου αγοράς, η οποία αφορά και στον οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας. Το μερίδιο της αγοράς αφορά στο ποσοστό της ζήτησης που ο παραγωγός μπορεί να καλύψει μονοπωλιακά μακροπρόθεσμα. Ο πόλεμος χαμηλών τιμών στο πετρέλαιο έχει σκοπό τόσο να αποτρέψει την είσοδο νέων παραγωγών στην αγορά, όσο και να εξαναγκάσει σε έξοδο τους παραγωγούς που ήδη είναι εντός της αγοράς. Μάλιστα, ο πόλεμος χαμηλών τιμών έχει πολύ πιο ισχυρά και μόνιμα αποτελέσματα. Παρόλο που σε καθεστώς υψηλών τιμών ο παραγωγός απολαμβάνει σημαντικά οφέλη, αυτά συνήθως είναι βραχυπρόθεσμα, καθώς αν διατηρηθούν επί μακρόν δίνεται το σήμα στην αγορά ότι ακριβότεροι παραγωγοί μπορούν να εισέλθουν και να δημιουργήσουν αυξημένο ανταγωνισμό. Αντίθετα, σε καθεστώς χαμηλών τιμών, τα κόστη εισόδου νέων παραγωγών (ή της επανόδου των παραγωγών που έχουν εκτοπιστεί) είναι αποτρεπτικά.


Από το 2014, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αλλάξουν την στρατηγική τους και να μετατραπούν από εισαγωγική σε εξαγωγική χώρα πετρελαίου. Σήμερα, οι ΗΠΑ συνιστούν την μεγαλύτερη (ατομική) πετρελαιοπαραγωγό χώρα με προσφορά άνω των 12 εκ. βαρελιών ημερησίως. Το 2016, ο ΟΠεΚ σε μια στρατηγική κίνηση ενίσχυσης της διεθνούς θέσης του ενέταξε 10 νέες πετρελαιοπαραγωγές χώρες -μεταξύ τους και η Ρωσία- συστήνοντας τον ΟΠεΚ+. Στις αρχές του 2020, η Ρωσία διαφοροποιήθηκε από τον ΟΠεΚ κι αποφάσισε να χαράξει ανεξάρτητη πετρελαϊκή πολιτική. Ακόμα κι έτσι, σήμερα, ο ΟΠεΚ+ ελέγχει το 50% της διεθνούς παραγωγής πετρελαίου. Οι παραπάνω κινήσεις συνιστούν μια ένδειξη ότι εκτός από την (ήδη) υπάρχουσα γεωγραφική συγκέντρωση, η διεθνής οικονομία οδηγείται σε έναν νέο κύκλο αυξανόμενης επιχειρηματικής συγκέντρωσης της παραγωγής πετρελαίου, δηλαδή σε έναν νέο κύκλο πετρελαϊκού ολιγοπωλίου.


Το κρίσιμο στοιχείο του τρέχοντος πολέμου τιμών είναι η απαραίτητη τιμή του πετρελαίου που χρειάζονται τόσο οι επιχειρήσεις για να είναι κερδοφόρες, όσο και τα κράτη για να διατηρούν σταθερό το ποσοστό του χρέους τους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) τους, δηλαδή να έχουν δημοσιονομική σταθερότητα. Ένα συχνό σφάλμα είναι ότι αξιολογείται αποκλειστικά το κόστος εξόρυξης και με βάση αυτό καθορίζεται και η δυνατότητα ενός κράτους να αντέξει έναν πόλεμο χαμηλών τιμών. Το κόστος εξόρυξης είναι μια αναγκαία συνθήκη, ωστόσο ως μοναδικό κριτήριο είναι ανεπαρκές. Ο συνδυασμός του χαμηλού κόστους εξόρυξης με χαμηλό ποσοστό κρατικού χρέους συνιστά την ικανότητα ενός κράτους να διατηρεί -μακροπρόθεσμα- υψηλά επίπεδα αποθεματικού νομίσματος για να χρηματοδοτεί τις δαπάνες του.


Συνεπώς, με τον διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων, ενώ η Σαουδική Αραβία απολαμβάνει ένα ιδιαίτερα χαμηλό κόστος εξόρυξης (~10$ ανά βαρέλι), χρειάζεται μια διεθνή τιμή 80$ ανά βαρέλι για να διατηρεί υπό έλεγχο το χρέος της. Αντίθετα, η Ρωσία με αποθέματα χαμηλότερου δείκτη API -άρα και υψηλότερου κόστους εξόρυξης (~25$ ανά βαρέλι)- χρειάζεται μια διεθνή τιμή μόλις 40$. Η Ρωσία φαίνεται να είναι ο μέχρι τώρα κερδισμένος παίκτης του τρέχοντος πολέμου τιμών, έχοντας συσσωρεύσει αποθεματικό 150 δις $ στο Ταμείο Εθνικού Πλούτου (National Wealth Fund) από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου τα προηγούμενα 5 έτη. Αυτό της δίνει δυνατότητες να ανταπεξέλθει σε ένα επίπεδο τιμών πετρελαίου ~15$, ακόμη και για 3 έτη. Αντίθετα, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να αποκτήσουν διεθνές μερίδιο αγοράς βάσει των αποθεμάτων σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου (fracking), τα οποία για να είναι συμφέροντα χρειάζονται ένα εύρος τιμών 55-90$. Επιπρόσθετα, η διαδικασία παραγωγής του σχιστολιθικού πετρελαίου πάσχει από υψηλό περιβαλλοντικό κόστος κι εντατική κατανάλωση υδατικών πόρων. Παράλληλα, οι εταιρείες fracking εξασφάλιζαν έως τώρα οριακή βιωσιμότητα βάσει του υψηλού δανεισμού τους (κι όχι βάσει αποταμιευμένων κερδών), τον οποίο μπορούσαν να ελέγχουν χάρη στις υψηλές τιμές της προηγούμενης πενταετίας -με αποτέλεσμα πληθώρα από αυτές σήμερα να έχουν ήδη υποβάλλει αίτηση πτώχευσης. Στην παρούσα φάση, οι υπόλοιπες εταιρείες πετρελαίου στις ΗΠΑ τηρούν αμυντική στάση, με προγράμματα επιλεκτικής εκποίησης περιουσιακών τους στοιχείων, ώστε να παραμείνουν στην αγορά με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο.


Είσοδος σε αχαρτογράφητα νερά

Στις 20/04/2020 σημειώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία των τιμών του πετρελαίου κλείσιμο των ΣΜΕ για παράδοση Μαΐου 2020, βαρελιών της ποικιλίας WTI στην αρνητική τιμή των -37,63$. Ο πόλεμος των χαμηλών τιμών που εκδηλώθηκε ως κρίση υπερ-προσφοράς, μετατράπηκε σε κρίση αποθήκευσης του κόμβου Cushing της Οκλαχόμα που εντάθηκε κι από την περαιτέρω μείωση της διεθνούς ζήτησης εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων για την προστασία από τον ιό SARS-Cov-2. Η πλεονάζουσα προσφορά από μόνη της δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην απειλή, καθώς τόσο οι αποθηκευτικοί κόμβοι, όσο και τα ελλιμενισμένα δεξαμενόπλοια λειτουργούν ως αποσβεστήρες της πτώσης των τιμών. Όταν αυτές ανακάμπτουν, μέρος της αυξημένης ζήτησης καλύπτεται από την μείωση των αποθεμάτων. Στις 20/04/2020, εξαντλήθηκε η συνολική αποθηκευτική ικανότητα των 90 εκ. βαρελιών του Cushing, όταν η χρήση του κυμαινόταν ιστορικά περί του 15-20%. Στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, η εσφαλμένη εκτίμηση ότι η αγορά θα λειτουργούσε άμεσα ως Contango προκειμένου να αποφύγει μια κρίση αποθήκευσης, οδήγησε σε τεράστιες απώλειες τραπεζικούς οργανισμούς και κερδοσκόπους. Το να πληρώσει ένας κερδοσκόπος κάτοχος ΣΜΕ έναν πραγματικό χρήστη πετρελαίου για να του παραχωρήσει τα συμβολαιοποιημένα βαρέλια του, είχε πολύ χαμηλότερο κόστος από το να πληρώσει το αστρονομικό ενοίκιο για την αποθήκευση στο Cushing.


Η τρέχουσα κατάσταση συνιστά μια εκρηκτική οικονομική συγκυρία, ως προς την δομική αλλαγή της αγοράς πετρελαίου. Οι χρεοκοπίες των μικρών παραγωγών, η συγκέντρωση της προσφοράς σε ελάχιστα (πολυεθνικά) χέρια και η δημιουργία ισχυρών πλεγμάτων συμφερόντων με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, οδηγούν σε μια πρωτόγνωρη ολιγοπωλιακή δομή που θα μπορεί να προκαλεί μεγάλες αστάθειες και να χειραγωγεί τις τιμές του πετρελαίου και της μεγάλης ποικιλίας των παραπροϊόντων του -που χρησιμοποιούνται σε κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας. Έχουμε ήδη εισέλθει σε νέα κι αχαρτογράφητα νερά.


*Ο Γεώργιος Καρακατσάνης είναι Συνιδρυτής και CEO της EVOTROPIA Ecological Finance Architectures P.C.

Επικοινωνία: g.karakatsanis@evotropia.com

コメント


bottom of page