Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα πιο καίρια ζητήματα της εποχή μας καθώς συντελείται με ραγδαίους ρυθμούς και έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ζωή του ανθρώπου. Μία από τις επιπτώσεις αυτές αποτελεί το φαινόμενο των πληθυσμιακών μετακινήσεων, ως μέσο αναζήτησης γεωγραφικών περιοχών με ιδανικότερες κλιματικές συνθήκες, οι οποίες ευνοούν τη μόνιμη ή έστω την μακροχρόνια εγκατάσταση των ανθρώπινων κοινοτήτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι το ζήτημα της πληθυσμιακής μετακίνησης απασχολεί την επιστημονική κοινότητα ήδη από το 1990, όταν η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) επεσήμανε ότι η σημαντικότερη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής αφορά στην ανθρώπινη μετανάστευση. Εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίζονται εξαιτίας ακραίων κλιματικών φαινομένων όπως είναι η διάβρωση των ακτών, η άνοδος της στάθμης των θαλασσών, η διάβρωση του εδάφους και η ερημοποίηση. Το φαινόμενο αυτό οξύνεται τα τελευταία χρόνια, δημιουργώντας την ανάγκη κατανόησης της έκτασης και των συνεπειών του.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, εκτιμάται ότι περισσότεροι από 300000 άνθρωποι παγκοσμίως πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ενώ περίπου 200 με 500 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους μέχρι το 2050 λόγω των κλιματικών αλλαγών, επιφέροντας μία από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για την κατανόηση, όμως, του φαινομένου κρίνεται απαραίτητη η αναφορά κάποιων χαρακτηριστικών παραδειγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, το 2007, στο Μπαγκλαντές, πάνω από 5 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άστεγοι λόγω των πλημμυρών. Το Μπαγκλαντές θεωρείται από τους επιστήμονες ως το σημείο μηδέν της κλιματικής αλλαγής, καθώς είναι μία από τις πιο ευάλωτες χώρες στον κόσμο με 200 ποτάμια να διαπερνούν το έδαφός της και τεράστιες περιοχές να πλημμυρίζουν κατά τη διάρκεια των μουσώνων κάθε χρόνο. Υπολογίζεται ότι περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι θα εγκαταλείψουν τις εστίες τους μέχρι το 2050, καθιστώντας τους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες. Ένα άλλο παράδειγμα εντοπίζεται στο χωριό Σισμαρέφ, που βρίσκεται σε ένα στενό νησάκι στους πάγους της Αλάσκας, όπου το λιώσιμο των πάγων και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας διαβρώνουν τη γη, αναγκάζοντας τους κατοίκους να μεταναστεύσουν σε πιο ζεστές περιοχές.
Η κλιματικά προκαλούμενη μετανάστευση αποτελεί ένα περίπλοκο φαινόμενο, με ασάφειες αναφορικά με τους ορισμούς που την διέπουν, καθώς δεν υπάρχει κάποιο σαφές νομικό πλαίσιο που να προσδιορίζει την περιβαλλοντική διάσταση ως κίνητρο μετανάστευσης. Είναι επομένως, σημαντικό να διασαφηνιστούν τα στοιχεία που πλαισιώνουν το φαινόμενο αυτό. Σύμφωνα με τον ορισμό του El-Hinnawi σε μία έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), «ως περιβαλλοντικοί πρόσφυγες χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τους κατοικία, προσωρινά ή μόνιμα, εξαιτίας μιας σημειούμενης περιβαλλοντικής διαταραχής, η οποία θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη τους ή/και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους». Παράλληλα, από το UNEP έχει υιοθετεί η ακόλουθη κατηγοριοποίηση. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι άνθρωποι που μετατοπίζονται προσωρινά εξαιτίας μιας προσωρινής περιβαλλοντικής πίεσης όπως είναι οι πλημμύρες ή ξηρασίες. Στην δεύτερη κατηγορία βρίσκονται όσοι μετατοπίζονται μόνιμα από μία περιοχή μέσα στα όρια της χώρας τους εξαιτίας μιας μόνιμης περιβαλλοντικής διαταραχής όπως η κατασκευή φραγμάτων και ορυχείων. Στην τρίτη συγκαταλέγονται εκείνα τα άτομα ή οι ομάδες που μεταγκαθίστανται προσωρινά ή μόνιμα εξαιτίας μιας σταδιακής υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Επίσης, σε αυτή την κατηγορία, περιλαμβάνονται και οι άνθρωποι που αναγκάζονται να μετακινηθούν λόγω ανθρωπογενών καταστροφών ή πολεμικών συγκρούσεων. Συνδυαστικά, οι τρεις αυτές κατηγορίες δημιουργούν ένα πολύπλοκο πλαίσιο που οδηγεί σε αυξανόμενη περιβαλλοντική μετανάστευση, θέτοντας σοβαρές προκλήσεις για τις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις παγκοσμίως.
Ωστόσο, παρότι οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες δεν αναγνωρίζονται επίσημα από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες, υπάρχουν διάφορες οργανώσεις όπως ο ΟΗΕ και η Ευρωπαική Ένωση, που εργάζονται για την προστασία την υποστήριξη των ανθρώπων αυτών. Επιπλέον, έχουν αναπτυχθεί προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας και αναπτυξιακής συνεργασίας για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινοτήτων που πλήττονται από περιβαλλοντικές καταστροφές, καθώς και πρωτοβουλίες για τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής μέσω βιώσιμων πρακτικών και τεχνολογιών. Παρά, όμως, τις πρακτικές αυτές, συνεχίζουν να υπάρχουν προκλήσεις στη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού πλαισίου το οποίο απαιτεί έναν συνδυασμό προληπτικών και προσαρμοστικών πολιτικών.
Εν κατακλείδι, είναι επιτακτική η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για τη μείωση των αιτιών που οδηγούν σε περιβαλλοντική μετανάστευση ενώ είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες θα έχουν την ευκαιρία για μια ασφαλή και αξιοπρεπή ζωή. Μέσω συντονισμένων προσπαθειών και διεθνούς συνεργασίας μπορεί να μειωθεί η αναγκαιότητα της μετανάστευσης και να βελτιωθεί η ανθεκτικότητας των πληθυσμών που πλήττονται από τις περιβαλλοντικές αλλαγές.
Βιβλιογραφία
Comentarios