Επιμέλεια του Κωνσταντίνου Συρογιάννη
Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (AΠΕ) συνέχισαν να αναπτύσσονται και να κερδίζουν δυναμική παρά την αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που δημοσίευσε ο Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) στις 11 Απριλίου 2022, η παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ ανήλθε στα 3064 GW. Η υδροηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ με 1230 GW. Ωστόσο, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια συνεχίζουν να κυριαρχούν σε μερίδιο στις νέες εγκαταστάσεις ισχύος από ΑΠΕ, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του IRENA.
Η συνεχής αύξηση των επενδύσεων σε έργα ΑΠΕ παγκοσμίως, απεικονίζεται συνολικά στο Σχήμα 1, όπου παρουσιάζεται η εγκατάσταση επιπλέον ισχύος ανά έτος, από το 2011 εώς και το 2022, ενώ στο Σχήμα 2, απεικονίζεται η εγκατάσταση επιπλέον ισχύος ΑΠΕ, ανά κατηγορία των επιμέρους τεχνoλογιών. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2022, η εγκατάσταση επιπλέον ισχύος από ΑΠΕ, θα προσεγγίσει τα 280 GW.
Το 2021, κυρίως το δεύτερο μισό του έτους, δημιουργήθηκε μια ενεργειακή κρίση, που πλήττει μέχρι και σήμερα την Παγκόσμια και Ευρωπαϊκή οικονομία. Η κρίση αυτή εμφανίστηκε μετά την επανέναρξη της οικονομίας από τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας Covid-19. Η εμπειρία από τέτοιες ενεργειακές κρίσεις του παρελθόντος, δείχνει ότι μια γρήγορη άνοδος των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας, συνήθως ακολουθείται από μια γρήγορη αποκλιμάκωσή τους. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, εκτιμάται ότι κάτι τέτοιο δε θα συμβεί με την ενεργειακή κρίση του 2022.
Ταυτόχρονα, ο πόλεμος που ξέσπασε στην Ουκρανία διεύρυνέ την ενεργειακή κρίση με εκτόξευση των τιμών και δημιούργησε τον φόβο για περιορισμούς στο ρώσικο φυσικό αέριο προς την ΕΕ. Όμως, η ζήτηση φυσικού αερίου θα συνεχίσει να είναι απαραίτητη καθώς οδεύουμε προς τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το φυσικό αέριο είναι λιγότερο ρυπογόνο από άλλα ορυκτά καύσιμα και είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί ως το μεταβατικό καύσιμο. Η Κομισιόν μετά από αυτήν την κρίση θα είναι προσανατολισμένη στην ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, με επενδύσεις σε ΑΠΕ και διαφοροποίηση πηγών ενέργειας. Ωστόσο, η ανεξαρτοποίηση από το φυσικό αέριο δεν θα είναι απλή. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η συμμετοχή του στο συνολικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής κυμαίνεται στο 49,3%, ενώ η αιολική παραγωγή κατά 20.4%, ο λιγνίτης κατά 11.6%, τα υδροηλεκτρικά κατά 9% και τα φωτοβολταϊκά κατά 8.5% [2].
Με αφορμή αυτήν την ενεργειακή κρίση, πληθαίνουν οι σκέψεις για μια ταχύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία με πρωτοκαθεδρία των ΑΠΕ στο συνολικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής. Όμως, η ολική αντικατάσταση των συμβατικών μονάδων, όπου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας γίνεται μέσω μεγάλών γεννητριών, έχει ως συνέπεια την απώλεια της στρεφόμενης εφεδρείας και κατ΄ επέκταση την ευστάθεια του δικτύου. Οι ατμοστρόβιλοι και οι αεριοστρόβιλοι των σταθμών παραγωγής ενέργειας και οι εγκαταστάσεις φυσικού αερίου διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο όσον αφορά την ευστάθεια του δικτύου, στην αδράνεια και την παροχή άεργου ισχύος. Tαυτόχρονα, ο στοχαστικός χαρακτήρας της παραγωγής των ΑΠΕ, δημιουργεί σημαντικές ανάγκες για αποθήκευση ενέργειας και αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών διαχείρισης δικτύου. Η λειτουργία των συμβατικών μονάδων θα προσαρμοστεί στη κάλυψη των απότομων μεταβολών στην παραγωγή των μονάδων ΑΠΕ έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη τροφοδοσία των καταναλωτών. Έτσι, η πράσινη μετάβαση και η ενεργειακή ανεξαρτησία πρέπει να γίνει σταδιακά, προκειμένου να υπάρχει αξιοπιστία και ομαλή λειτουργία του Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δηλώσεις [4] του Νίκου Χατζηαργυρίου - Ομότιμος Καθηγητής του ΕΜΠ και ιδρυτή της ομάδας SmartRUE του Εργαστηρίου Συστημάτων Ηλεκτρικής Ενέργειας στη Σχολή ΗΜΜΥ του ΕΜΠ, πριν ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τον ίδιο, μέχρι την πλήρη επικράτηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και την απαλλαγή από ορυκτά καύσιμα (όπως ορίζουν οι στόχοι για το 2050), στο ενδιάμεσο θα αυξάνεται η ζήτηση για φυσικό αέριο, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί ως το μεταβατικό καύσιμο: <<Mακροπρόθεσμα οι ΑΠΕ, υποβοηθούμενες από τις τεχνολογικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στην αποθήκευση, θα δώσουν τη λύση παρέχοντας άφθονη και φτηνή ενέργεια. Ωστόσο, θεωρώ ότι στο επόμενο διάστημα οι τιμές ενέργειας θα ισορροπήσουν σε υψηλά επίπεδα>>.
Ο Καθηγητής του ΕΜΠ και τέως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΔΕΔΔΗΕ, κ. Νίκος Χατζηαργυρίου, σε μια συζήτηση μετά την έναρξη του πολέμου στη Ρωσία, ο οποιός διεύρυνε το ζήτημα της ενεργειακής κρίσης, τοποθετείται για την ενεργειακή κρίση αλλά και για το ρόλο των ΑΠΕ.
Κ.Συρογιάννης: Ποια είναι τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού;
N.Χατζηαργυρίου: Πριν αναφερθώ στα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η αγορά ηλεκτρισμού, θα ήθελα να θυμηθούμε ότι κάθε απόφαση που αφορά ενεργειακά θέματα έχει μακροχρόνιες συνέπειες και συνεπάγεται συνήθως μεγάλα κόστη. Κυρίως όμως κάθε απόφαση θα πρέπει να ικανοποιεί ισόρροπα τρεις βασικές και συχνά αντικρουόμενες παραμέτρους, την ενεργειακή ασφάλεια, την οικονομικότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό δεν είναι εύκολο, αλλά η υποτίμηση κάποιας από αυτές τις παραμέτρους μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στο μέλλον. Έτσι σήμερα παρατηρούμε ότι η Ελληνική αγορά ηλεκτρισμού αντιμετωπίζει πολύ υψηλές τιμές, οι οποίες επηρεάζουν καίρια την οικονομική ζωή της χώρας. Παράλληλα η πολύ υψηλή εξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα από εισαγόμενο φυσικό αέριο εγκυμονεί κινδύνους ενεργειακής ασφάλειας, λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία. Είναι προφανές ότι η πολιτική της εσπευσμένης απολιγνιτοποίησης δεν έλαβε υπόψη της με τη δέουσα προσοχή αυτές τις παραμέτρους.
Το θέμα των υψηλών τιμών οξύνεται και από τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσό της ηλεκτρικής ενέργειας διακινείται μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας στην αγορά της επόμενης μέρας, τις τιμές του οποίου καθορίζουν οι ωριαίες προσφορές των παραγωγών την προηγούμενη μέρα. Η τιμή κάθε ώρας ορίζεται από την προσφορά της οριακής μεγαβατώρας, δηλαδή της πιο ακριβής μονάδας που χρειάζεται για να καλύψει το φορτίο, και η οποία είναι σήμερα μονάδα φυσικού αερίου. Γι’ αυτό και οι τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς επηρεάζονται καίρια από τις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου που παρουσίασαν τεράστιες αυξήσεις στον τελευταίο χρόνο και αντιμετωπίζουν αυξημένη αβεβαιότητα λόγω και των συνεπειών του πολέμου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες Ευρωπαϊκές αγορές, δε λειτουργεί επαρκώς η προθεσμιακή αγορά ή αγορά μελλοντικής παράδοσης, η οποία δίνει τη δυνατότητα μέσω διμερών συμβολαίων και προαγορασμένων ποσοτήτων φυσικού αερίου ή ηλεκτρισμού διαχείρισης του ρίσκου της απότομης ανόδου των τιμών και σχετικής ρύθμισης τους.
K.Συρογιάννης: Μπορεί η Ελλάδα να απεξαρτηθεί άμεσα από το φυσικό αέριο της Ρωσίας;
N.Xατζηαργυρίου: Νομίζω ότι η άμεση απεξάρτηση είναι εξαιρετικά δύσκολη, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ευρώπη συνολικά εισάγει περίπου το 40% του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, με το υπόλοιπο να προέρχεται από τη Νορβηγία, το Κατάρ, την Αλγερία, τις ΗΠΑ, κλπ. Ιδιαίτερα η άμεση αντικατάσταση του Ρωσικού φυσικού αερίου που διοχετεύεται στο σύστημα μέσω αγωγών μεταφοράς από υγροποιημένο Φυσικό Αέριο LNG, αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες, πέραν του σαφώς μεγαλύτερου κόστους του. Οι λόγοι είναι πρώτον ότι δε φαίνεται να υπάρχουν διαθέσιμες τόσο μεγάλες ποσότητες LNG στη διεθνή αγορά για να προμηθεύσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένης και της μεγάλης ζήτησης διεθνώς, αλλά ούτε υφίστανται και οι κατάλληλες υποδομές σε τερματικούς σταθμούς LNG και αποθηκευτικούς χώρους. Η δημιουργία αυτών των υποδομών θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις σε χρονικό ορίζοντα που εκτιμάται σε 3-5 χρόνια.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η συμμετοχή του ΦΑ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι από τις υψηλότερες ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες, σταθερά πάνω από 30% τον τελευταίο χρόνο, ενώ φτάνει κοντά στο 50% τους φθινοπωρινούς μήνες, όπως συμβαίνει και τους τελευταίους μήνες. Το αέριο αυτό προέρχεται κατά το ήμισυ περίπου από τη Ρωσία μέσω Βουλγαρο-τουρκικού αγωγού, γύρω στο 20% από το Αζερμπαιτζάν μέσω του αγωγού ΤΑΡ, ενώ το ένα τρίτο περίπου μεταφέρεται με πλοία υπό μορφή υγροποιημένου αερίου LNG μέσω του σταθμού μεταφοράς της Ρεβυθούσας. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η διαδικασία αύξησης της αποθηκευτικής δυνατότητας της Ρεβυθούσας μέσω πλωτής δεξαμενής, αλλά και η δημιουργία ενός δεύτερου τερματικού σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη. Είναι προφανές όμως ότι αυτές οι ενέργειες δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της εναλλακτικής τροφοδότησης φυσικού αερίου, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Έχει επίσης αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον της έρευνας και εκμετάλλευσης εγχωρίων κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Νομίζω ότι αυτή η προοπτική είναι αρκετά αβέβαιη και σε κάθε περίπτωση η τυχόν εκμετάλλευση τέτοιων κοιτασμάτων δε μπορεί επίσης να προσφέρει βραχυπρόθεσμες, θα πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια. Τέλος, έχει ανακοινωθεί, ως προσωρινή λύση, ο διπλασιασμός της λιγνιτικής παραγωγής με εντατικοποίηση της εξόρυξης του λιγνίτη, ώστε να λειτουργήσουν πλήρως όλες οι εναπομείνασες λιγνιτικές μονάδες, αλλά και αυτό το πρόγραμμα θα χρειαστεί τουλάχιστον μια διετία για να επανέλθει η λιγνιτική τροφοδοσία και παραγωγή σε κανονική λειτουργία.
Κ.Συρογιάννης: Οι ΑΠΕ συνεισφέρουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης;
N.Xατζηαργυρίου: Ακόμα και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα βλέπουμε την έντονη αρνητική συσχέτιση των τιμών ηλεκτρισμού από την παραγωγή ΑΠΕ στη χώρα μας και αλλού. Ετσι, τις ημέρες με αυξημένη αιολική παραγωγή, ένα σημαντικό μέρος του φορτίου καλύπτεται κατά προτεραιότητα από αιολικά πάρκα, με αποτέλεσμα να εντάσσονται πολύ λιγότερες θερμικές μονάδες για να καλύψουν το υπόλοιπο φορτίο. Αφού οι μονάδες εντάσσονται με σειρά κόστους, η τελευταία μονάδα είναι για πολλές ώρες φθηνότερη από ότι αυτή που θα ήταν, αν χρειαζόταν να καλυφθεί ολόκληρο το φορτίο από τις θερμικές μονάδες.
Μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη των ΑΠΕ αποτελεί τη μοναδική ίσως, και σίγουρη λύση στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Οι ΑΠΕ ικανοποιούν ισόρροπα όλες τις παραμέτρους που αναφέραμε στην αρχή, αποτελούν την καλλίτερη επιλογή περιβαλλοντικά, αφού δεν εκπέμπουν προϊόντα καύσης, είναι σήμερα η πλέον οικονομική πηγή ενέργειας με μηδενικό σχεδόν λειτουργικό κόστος, και κόστος επένδυσης (κατασκευής) που παρουσιάζει συνεχή πτωτική τάση, και εγγυώνται την ενεργειακή ασφάλεια, αφού βασίζονται σε εγχώριες πρωτογενείς πηγές, πρακτικά ανεξάντλητες. Έχουν βέβαια το μεγάλο μειονέκτημα της εξάρτησης της παραγωγής τους από τις καιρικές συνθήκες, αλλά το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί με την ανάπτυξη εγκαταστάσεων αποθήκευσης. Κάποια τεχνικά προβλήματα ευστάθειας του δικτύου μπορούν επίσης να λυθούν με την εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών ελέγχου και ηλεκτρονικών ισχύος.
Γενικά πιστεύω ότι μακροπρόθεσμα οι ΑΠΕ, υποβοηθούμενες από τις τεχνολογικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στην αποθήκευση, θα προσφέρουν άφθονη και φτηνή ενέργεια. Είναι επομένως στη σωστή κατεύθυνση η πρόβλεψη του ΕΣΕΚ για εγκατάσταση νέων σταθμών ΑΠΕ ισχύος 12.000 MW για το 2030 που θα προστεθούν στις υπάρχουσες μονάδες ισχύος 8.500 MW, καθώς και οι όποιες προσπάθειες για την περαιτέρω ενίσχυση των στόχων για ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών για τις εγκαταστάσεις νέων μονάδων ΑΠΕ, καθώς και η δημιουργία θεσμικού πλαισίου για έργα αποθήκευσης ενέργειας, το οποίο έχει αργήσει στη χώρα μας. Επίσης απαιτείται η ανάπτυξη πλαισίου ανάπτυξης θαλάσσιων πλωτών φωτοβολταικών σταθμών και ιδιαίτερα υπεράκτιων αιολικών πάρκων για την εκμετάλλευση του σημαντικού αιολικού δυναμικού του Αιγαίου.
Πέραν των μεγάλων αιολικών και φωτοβολταικών πάρκων, θεωρώ πολύ σημαντική και την ανάπτυξη των μονάδων διεσπαρμένης παραγωγής από ΑΠΕ, οι οποίες πέραν της προστασίας του περιβάλλοντος, συμβάλλουν στη μείωση των απωλειών ενέργειας και στην αναβολή επενδύσεων για υποδομές δικτύων, αφού ικανοποιούν τη ζήτηση τοπικά. Επιπλέον, με την εφαρμογή τεχνολογιών «έξυπνων» δικτύων, οι διασπαρμένες μονάδες μπορούν να συμβάλλουν στην πιο αποδοτική και ασφαλή λειτουργία του δικτύου με βελτίωση των ροών ισχύος, τάσεων και αύξηση της αξιοπιστίας. Η πιο βασική όμως διάσταση της διεσπαρμένης παραγωγής είναι ο ρόλος που μπορεί να παίξει σε μια «δίκαιη» ενεργειακή μετάβαση, ώστε τα οφέλη από αυτήν να περιλάβουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, και κυρίως να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Ιδιαίτερα οι Ενεργειακές Κοινότητες, ο ρόλος των οποίων έχει αναγνωρισθεί πανευρωπαϊκά και έχουν θεσμοθετηθεί στην Ελλάδα από το 2018, μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύ σημαντικό όχημα για την εφαρμογή περιβαλλοντικής και κοινωνικής πολιτικής, εάν οργανωθούν και υποστηριχτούν κατάλληλα.
Βιβλιογραφία
[3] Πηγή : Fitch Ratings, BP’s Statistical Review of World Energy
Comentarios