Το μίγμα της παραγώμενης ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο συντίθεται από ένα ευρύ φάσμα πηγών. Ορυκτά καύσιμα όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και εναλλακτικές παραγωγικές μέθοδοι που δεν είναι ευρέως διαδεδομένες, κυρίως σε ότι αφορά στη χρήση τους, όπως η πυρηνική και η υδροηλεκτρική ενέργεια, σε συνδυασμό με μια γκάμα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική) αποτελούν το σύνολο των αξιοποιούμενων στην παραγωγή ενέργειας πόρων αλλά και μέσων.
Παρά την διεύρυνση των εν δυνάμει αξιοποιήσιμων πόρων και ανανεώσιμων πηγών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην τομέα της παραγωγής ενέργειας, κυρίαρχη θέση συνεχίζουν να καταλαμβάνουν ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ποσοστά που αθροιστικά ξεπερνούν σε αρκετές χώρες ακόμα και το 70%.
Την ως άνω διαμορφωθείσα κατάσταση διατηρούν κατά κόρον οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Αυτό συμβαίνει διότι παρά την ορθά σθεναρή στάση τους σε επίπεδο θέσπισης αυστηρών κανόνων, νόμων και οδηγιών αναφορικά με τη χρήση ηπιότερων μορφών ενέργειας με απώτερο στόχο τη μετάβαση στα παραγωγικά μοντέλα «πράσινης και βιώσιμης» ανάπτυξης, σε εθνικό επίπεδο τείνουν να μην συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις. Ως αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης, μετακυλύουν την υποχρέωση υλοποίησης της ενεργειακής μετάβασης στο μέλλον συνεχίζοντας την παραγωγή ενέργειας για την κάλυψη των βιομηχανικών και ενεργειακών τους αναγκών από ορυκτούς πόρους όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας.
Αν και αρκετά από αυτά τα κράτη (λ.χ. Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιρλανδία)διαθέτουν εκτενές παρόχθιο και θαλάσσιο μέτωπο, δεν προχωρούν στην ανάπτυξη υποδομών και δικτύων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αποδίδοντας την επιλογή τους αυτή σε αιτιάσεις οικονομικής φύσεως που σχετίζονται με τα κόστη αγοράς, εγκατάστασης συντήρησης και διαχείρισης του απαιτούμενου εξοπλισμού στο τέλος της χρηστικής ζωής του.
Επιπλέον των παραπάνω, σε μεγάλο βαθμό συμβάλει και το φθηνό κόστος παραγωγής των ορυκτών πόρων το οποίο, παρά τις πολλές και σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνδέονται με την εξόρυξη και τη χρήση τους, τα καθιστά ελκυστικότερα και τα κατατάσσει ως βασική επιλογή. Το επίπεδο εξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα είναι τέτοιο σύμφωνα και με τα στοιχεία του www.ourworldindata.com που ούτε οι εκφραζόμενες κατά καιρούς επίσημες και ανεπίσημες ανησυχίες διάφορων φορέων περί εξάντλησης και υπερεκμετάλλευσης των πόρων δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην συνεχώς μέχρι και σήμερα αυξανόμενη χρήση και εξόρυξη τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια στροφή στη χρήση ηπιότερων (με εξαίρεση την πυρηνική ενέργεια) παραγωγικών μεθόδων. Παρά ταύτα, ο οικονομικός παράγοντας σε συνδυασμό με την μεγάλη-σε παγκόσμια κλίμακα-εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, καθιστούν ανέφικτη ακόμα και την σταδιακή μετάβαση σε «πράσινα» μοντέλα ενεργειακής παραγωγής.
Η απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες δεν μοιάζει-επί του παρόντος-εφικτή. Ο περιορισμός των σχετιζόμενων με τα καύσιμα αυτής της κατηγορίας επιβλαβών συνεπειών δύναται να επιτευχθεί εναλλακτικά μέσω καινοτόμων τεχνολογικά πρακτικών οι οποίες βελτιώνουν εμμέσως την περιβαλλοντική ταυτότητα των κλασικών μεθόδων παραγωγής ενέργειας.
Τεχνολογίες απορρόφησης, δέσμευσης, αποθήκευσης και επαναχρησιμοποίησης των εκπεμπόμενων ρύπων όπως επί παραδείγματι το CO2, εφαρμόζονται ήδη με επιτυχία σε αρκετές χώρες τις Ευρώπης. Η συνεισφορά τους στον αποτελεσματικό περιορισμό της ρύπανσης που δημιουργείται κατά τα διάφορα στάδια της παραγωγής ενέργειας είναι σημαντική. Η δραστική μείωση των διαχεόμενων στην ατμόσφαιρα επιβλαβών αερίων που επιτυγχάνεται μέσω της εφαρμογής τους αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις που συνδέονται με την εξόρυξη και χρήση αυτού του τύπου καυσίμων.
Η υιοθέτηση αντίστοιχων πρακτικών διαμορφώνει συνθήκες περιβαλλοντικά συμβατής αξιοποίησης των υδρογονανθράκων διευρύνοντας παράλληλα το χρονικό πλαίσιο χρήσης τους μέχρις ότου καταστεί δυνατή η πλήρης απεξάρτηση της ενεργειακής βιομηχανίας από τα ορυκτούς καύσιμους πόρους.
Comments